- σταμνάς
- οαυτός που κατασκευάζει ή πουλάει στάμνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταμνάς — ο, Ν [στάμνα] τεχνίτης που κατασκευάζει στάμνες ή πωλητής σταμνών … Dictionary of Greek
Σταθμός Σταμνάς — Πεδινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σταμνάς … Dictionary of Greek
βόμβυξ — (I) ο (AM βόμβυξ, υκος) ο μεταξοσκώληκας αρχ. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως πρβλ. οσμ. τουρκ. ambuk «βαμβάκι». Παράλληλα προς αυτό υπάρχει ο μσν. τ. πάμβαξ < περσ. ambak, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το βαμβάκι (ον) … Dictionary of Greek
κανατάς — ο, θηλ. κανατού [κανάτι] κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών, αγγειοπλάστης, αγγειοπώλης, σταμνάς, τσουκαλάς … Dictionary of Greek
κουρούπι — το 1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα 2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες 3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται»… … Dictionary of Greek
λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
ποδολόγα — η, Ν χοντρό ύφασμα που τοποθετείται στο κεφάλι για τη μεταφορά στάμνας με νερό … Dictionary of Greek
προσώμι — το / προσώμιν ΝΜ υπόστρωμα που τοποθετείται από τους εργάτες ή τους αχθοφόρους μεταξύ τού ώμου και τού φορτίου για να μην τρίβεται η ράχη, αλλ. χαμαλίκα νεοελλ. χοντρό ύφασμα που μπαίνει στον ώμο για στήριξη τής στάμνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… … Dictionary of Greek
στάμνα — Πεδινός οικισμός (991 κάτ., υψόμ. 130 μ.), στην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 1.291 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, ο Κεφαλόβρυσος (231 κάτ.,… … Dictionary of Greek